συμβαπτίσω

συμβαπτίσω
συμβαπτίζομαι
to be plunged along with
aor ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβαπτίζω — ΜΑ 1. βαπτίζω κάποιον μαζί με άλλον («μὴ ἀπαξιώσης συμβαπτισθῆναι πένητι», Γρηγ. Ναζ.) 2. βαπτίζω κάποιον ώστε να τον ενσωματώσω στην πίστη τής Εκκλησίας («τὴν καλὴν παρακαταθήκην... ταύτην πιστεύω... ταύτη καὶ συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • συνανάγω — ΜΑ [ἀνάγω] ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ. β. «συνανήγαγε... ἡμᾱς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.) αρχ. 1. φέρνω πίσω μαζί 2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”